- σουνιάρατος
- -ον, Α(το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Σουνιάρατοςπροσωνυμία τού Ποσειδώνος που λατρευόταν στο Σούνιο («ὦ δελφίνων μεδέων Σουνιάρατε», Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < Σούνιον + -άρατος (< ἀρῶμαι «παρακαλώ, εύχομαι, καταριέμαι»), πρβλ. δημ-άρατος].
Dictionary of Greek. 2013.